φίλδισι

φίλδισι
το
βλ. φίλντισι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φίλδισι — το, Ν βλ. φίλντισι …   Dictionary of Greek

  • φίλντισι — και φίλδισι, το, Ν 1. ελεφαντόδοντο 2. μάργαρος, σεντέφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fil disi …   Dictionary of Greek

  • fildeş — FÍLDEŞ, (1) fildeşi, s.m., (2) fildeşuri, s.n. 1. s.m. Fiecare dintre dinţii incisivi ai unui elefant. ♦ (înv.) Elefant. 2. s.n. Substanţă osoasă de culoare albă din care sunt alcătuiţi dinţii incisivi de elefant şi din care se fac diferite… …   Dicționar Român

  • φίλντισι, το — και φίλδισι,το (λ. τουρκ.) 1. το ελεφαντοκόκαλο ή το ελεφαντόδοντο. 2. ο μάργαρος, το σεντέφι, η μαντραπέρλα: Κουμπί από φίλντισι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”